-
1 δράω
Aδραῖσι Alc.Supp.27.11
, subj. δρῶ, δρᾷς, δρᾷ, opt. δρῴην, [dialect] Ep.δρώοιμι Od.15.317
; παρα-δρώωσι ib. 324: [tense] impf. ἔδρων: [tense] fut. δράσω: [tense] aor. 1 ἔδρᾱσα, [dialect] Ion.ἔδρησα Thgn.954
: [tense] pf. δέδρᾱκα:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 ἐδράσθην, δρασθείς, Th.3.38, 6.53: [tense] pf. δέδρᾱμαι ( δεδρασμένων is f. l. in Id.3.54):—do, accomplish, esp. do some great thing, good or bad (acc. to some δ. was the equiv. [dialect] Dor. Verb for [dialect] Att. πράττειν, Arist.Po. 1448b1), (where the Sch. interprets it διακονοίην, δουλεύοιμι I would serve.., cf. δρήστης); ἄνδρες δραῖσιν ἀτάσθαλοι Alc.
l. c.; opp. πάσχω, freq. in Trag.,εὖ δρῶσαν, εὖ πάσχουσαν A.Eu. 868
;ἄξια δράσας ἄξια πάσχων Id.Ag. 1527
;κακῶς δράσαντες οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι Id.Pers. 813
; of one in extreme perplexity,τί πάθω; τί δὲ δρῶ; Id.Th. 1062
, cf.Ch. 899;δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά S.Ph. 584
; prov., "; , cf. S.OT 1272; τά γ' ἔργα μου πεπονθότα.. μᾶλλον ἢ δεδρακότα acts of suffering rather than of doing, Id.OC 267; ὁ δρῶν the doer, whoever he be, A.Ag. 1359, etc.; ὁ δράσας the culprit, Pl.Lg. 879a, cf. S.Tr. 1108;ὁ δεδρακώς Id.OT 246
, D.23.40; used to avoid repetition of a verb, Th.2.49, al.: c. dupl. acc., , cf. OC 854, etc.: with Adv., εὖ, κακῶς δρᾶν τινά, do one a good or ill turn, Thgn.108, S.Aj. 1154;δρᾶν τι εἴς τινα Id.OC 976
; ; πάντα δρᾶν try every way, cj. in E.Hipp. 284; παντὸς εἶχε δρῶντος ἡδονήν was satisfied with the doing, S.OC 1604; τὰ δρώμενα what is doing or being done, ib. 1644, cf. D.C.37.57: sg.,τὸ δρώμενον S.El.40
, Th.5.102; τί δράσω; to express helplessness or despair, S.Aj. 920, etc.; for οἶσθ' οὖν ὃ δρᾶσον; v. Εἴδω fin.2 of things,τουτὶ τί δρᾷ τὸ ποτήριον; Ar.Eq. 237
;ὅπερ ἡ λίθος δρᾷ τὸν σίδηρον Luc.Im.1
: so, generally, to be active,εἰς ἄλληλα πάσχειν καὶ δ. Chrysipp.Stoic.2.135
, cf. Prisc.Lyd.4.10.II offer sacrifice or perform mystical rites,δ. τὰ ἱερά IG12.4
, cf. 188, Ath.14.660a, Paus.1.43.2, Iamb.Myst. 1.21, etc.:—[voice] Pass.,τὰ δρώμενα Gal.UP7.14
, Sopat. in Rh.8.1 W., etc.;τὰ δημοσίᾳ δρώμενα Plu.Num.9
.------------------------------------δράω (B),A = ὁράω, A.D.Adv.139.8, EM287.7.
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα … Dictionary of Greek
παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek